- φάλος
- ο, ΝΑτο πρόσθιο μεταλλικό μέρος τής περικεφαλαίας, το οποίο προεξέχει («Ἀτρεΐδης δὲ ἐρυσσάμενος ξίφος ἀργυρόηλον πλῆξεν ἀνασχόμενος κόρυθος φάλον», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. ονομ. κάποιου μεταλλικού εξαρτήματος τής περικεφαλαίας, το οποίο, όμως, δεν έχει προσδιοριστεί ακριβώς. Παρλλ. προς το αρσ. φάλ-ος απαντούν και συγγενείς τ. σχηματισμένοι από την ίδια ρίζα, οι οποίοι, όμως, εμφανίζουν διαφορετικές μορφές θέματος (βλ. φάλαρα, τετραφάληρος, τρυφάλεια). Παλαιότερα η λ. φάλος συνδεόταν —παρετυμολογικώς μάλλον— με τα επίθ. φαλός, φαλιός «λευκός» με την έννοια ότι δηλώνει κάποιο λαμπερό, αστραφτερό μέρος τής περικεφαλαίας. Τη λ., τέλος, δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. phalerae].
Dictionary of Greek. 2013.