φάλος

φάλος
ο, ΝΑ
το πρόσθιο μεταλλικό μέρος τής περικεφαλαίας, το οποίο προεξέχει («Ἀτρεΐδης δὲ ἐρυσσάμενος ξίφος ἀργυρόηλον πλῆξεν ἀνασχόμενος κόρυθος φάλον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. ονομ. κάποιου μεταλλικού εξαρτήματος τής περικεφαλαίας, το οποίο, όμως, δεν έχει προσδιοριστεί ακριβώς. Παρλλ. προς το αρσ. φάλ-ος απαντούν και συγγενείς τ. σχηματισμένοι από την ίδια ρίζα, οι οποίοι, όμως, εμφανίζουν διαφορετικές μορφές θέματος (βλ. φάλαρα, τετραφάληρος, τρυφάλεια). Παλαιότερα η λ. φάλος συνδεόταν —παρετυμολογικώς μάλλον— με τα επίθ. φαλός, φαλιός «λευκός» με την έννοια ότι δηλώνει κάποιο λαμπερό, αστραφτερό μέρος τής περικεφαλαίας. Τη λ., τέλος, δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. phalerae].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φαλός — white masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάλος — horn masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλός — ή, όν, Α 1. αυτός που λάμπει, ο λευκός 2. (κατά τον Ησύχ.) «τραυλός, κωφός, μωρός» 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ φαλός α) (κατά τον Απολλ. Σοφ.) «τὸ λάμπρυσμα τῆς περικεφαλαίας» β) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «φαλὸς ὁ λόφος τῆς περικεφαλαίας καὶ τρυφαλεία …   Dictionary of Greek

  • φαλά — φαλός white neut nom/voc/acc pl φαλά̱ , φαλός white fem nom/voc/acc dual φαλά̱ , φαλός white fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλόν — φαλός white masc acc sg φαλός white neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλοῖσι — φαλός white masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλοί — φαλός white masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλοῦ — φαλός white masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλούς — φαλός white masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλῆς — φαλός white fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”